- μεγαλοφρονῶ
- μεγαλοφρονέωto be high-mindedpres subj act 1st sg (attic epic doric)μεγαλοφρονέωto be high-mindedpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεγαλοφρονώ — (ΑM μεγαλοφρονῶ) [μεγαλόφρων] 1. έχω υψηλό και γενναίο φρόνημα, είμαι μεγαλόψυχος, υψηλόφρων 2. (ενεργ. και μέσ.) αλαζονεύομαι, υπερηφανεύομαι ή καυχιέμαι για κάτι («οὐκ ἂν πείθοιντο οἱ περὶ ταῡτα ζητητικοὶ μεγαλοφρονούμενοι», Πλάτ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
κομώ — (I) κομῶ, άω, ιων. τ. έω (Α) [κόμη] 1. έχω μακριά μαλλιά («ἀνὴρ ἐὰν κομᾷ, ἀτιμία αὐτῷ ἐστι, γυνὴ δὲ ἐὰν κομᾷ, δόξα αὐτῇ ἐστιν», ΚΔ) 2. φέρομαι αλαζονικά, μεγαλοφρονώ, υπερηφανεύομαι («κἀγὼ μὲν τοιοῡτος ἀνήρ ὢν ποιητὴς οὐ κομῶ», Αριστοφ.) 3. (για… … Dictionary of Greek
μεγαφρονώ — μεγαφρονῶ, έω (Α) [μεγάφρων] μεγαλοφρονώ … Dictionary of Greek
φρονώ — φρονῶ, έω, ΝΜΑ έχω τη γνώμη, νομίζω, πιστεύω (α. «δεν φρονούμε τα ίδια» β. «φρονώ ότι η Καρχηδών πρέπει να καταστραφεί», παροιμ. φρ. γ. «ἄλλα φρονεόντων καὶ ἄλλα λεγόντων», Ηρόδ.) αρχ. 1. σκέπτομαι, συλλογίζομαι, διανοούμαι («ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς… … Dictionary of Greek